Composite video (στα ελληνικά σύνθετο βίντεο) είναι μια μορφή σήματος αναλογικής εικόνας (και μόνο εικόνας) πριν αυτό το σήμα συνδυαστεί με ηχητικό σήμα και διαμορφωθεί σε σήμα μεταφοράς RF. Το Composite video συχνά συναντάται με τα αρχικά CVBS από το «Composite Video Blanking and Sync».

Το Composite video μεταφέρει τα τυπικά συστήματα εικόνας, όπως NTSC, PAL και SECAM.

Είναι η σύνθεση (εξού και ονομάζεται σύνθετο video) τριών πηγών σημάτων εικόνας που ονομάζονται Y, U και V (μαζί αναφέρονται ως YUV) με παλμούς συγχρονισμού (sync). Το σήμα Y αντιπροσωπεύει την φωτεινότητα (luminance) της εικόνας με παλμούς συγχρονισμού (sync). Το σήμα Y από μόνο του θα μπορούσε να εμφανίσει μια μονόχρωμη εικόνα. Τα σήματα U και V αντιπροσωπεύουν την χροιά και τον κορεσμό (συνολικά chrominance) και μεταφέρουν τις πληροφορίες χρώματος. Το σήμα Y συνδυάζεται με τα σήματα UV και έχουμε το σύνθετο βίντεο που μεταφέρει την έγχρωμη εικόνα.

Οι περισσότερες καταναλωτικές αναλογικές συσκευές εικόνας ενσωματώνουν έξοδο composite video. Σε πολλές συσκευές υπάρχει και η δυνατότητα διαμόρφωσης του composite και σε RF (με εσωτερικό διαμορφωτή - modulator) ώστε να μπορούν να απεικονίσουν εικόνα και ήχο στις συχνότητες VHF ή UHF των τηλεοπτικών συσκευών. Η μεταφορά του composite video γίνεται συνήθως με ένα βύσμα RCA που για ευκολία αναγνώρισης από τα άλλα σήματα που μεταφέρουν τα RCA είναι κίτρινου χρώματος. (το κόκκινο βύσμα RCA μεταφέρει το δεξί και το άσπρο το αριστερό κανάλι ήχου). Σε επαγγελματικές συσκευές το composite video μεταφέρεται με ομοαξονικά καλώδια, βύσματα και υποδοχές BNC. Στην Ευρώπη, ή σύνδεση SCART χρησιμοποιείται συχνότερα από τις συνδέσεις RCA (και σε μικρότερο βαθμό η σύνδεση S-Video), και έτσι το σήμα RGB που μεταφέρεται με το SCART χρησιμοποιείται για συνδέσεις υπολογιστών, κονσόλες βιντεοπαιχνιδιών, και DVD players αντί για το composite video.

Στην δεκαετία του 1980 ορισμένες συσκευές που συνδέονται στην τηλεόραση, όπως video players, κονσόλες βιντεοπαιχνιδιών και οικιακοί ηλεκτρονικό υπολογιστές έκαναν χρήση της εξόδου composite. Τα σήματα μετατρέπονταν σε RF με ένα εξωτερικό κουτί γνωστό ως διαμορφωτή RF ώστε να μπορούν να απεικονιστούν στην τηλεόραση. Σε κάποιες περιπτώσεις οι διαμορφωτές ήταν ενσωματωμένοι μέσα στην συσκευή που έτσι είχε ενσωματωμένη και έξοδο RF.
Ωστόσο οι ενσωματωμένοι διαμορφωτές έπρεπε να τηρούν κάποιες προδιαγραφές που ορίστηκαν από την FCC πράγμα που ανάγκασε τους κατασκευαστές για λόγους ευκολίας να χρησιμοποιούν εξωτερικούς διαμορφωτές RF χωρίς έτσι να χρειάζεται να πάρουν πιστοποίηση για τις ίδιες τις συσκευές. Στην Ευρώπη επειδή σε κάθε χώρα υπήρχαν διάφορα πρότυπα RF (όπως SECAM, PAL-G, PAL-I) η χρήση εξωτερικού διαμορφωτή (modulator) επέτρεψε στους κατασκευαστές να παράγουν ένα και μόνο προϊόν και να το διαθέτουν σε διαφορετικές χώρες απλά με διαφορετικό εξωτερικό διαμορφωτή.

Το composite video στο PAL μπορεί να μεταφέρει σήμα που θα γυρίσει μια οθόνη τηλεόρασης από 4:3 και 16:9 και το ανάποδο εφόσον η συσκευή εξόδου της εικόνας και η τηλεόραση το υποστηρίζουν. (Αυτό δεν ισχύει στο NTSC.) Οι τηλεοπτικές μεταδόσεις δεν κάνουν χρήση όλου του εύρους του σήματος composite. Αυτό το μη ορατό από τον θεατή κομμάτι χρησιμοποιείται από τηλεοπτικούς σταθμούς για την μετάδοση σημάτων με πληροφορίες όπως το teletext και το epg ή πληροφορίες διόρθωσης της απόχρωσης των χρωμάτων στο NTSC ή πληροφορίες συστήματος κωδικοποίησης κ.λπ.

Μειονεκτήματα του composite video

Η διαδικασία της διαμόρφωσης του αρχικού (composite) video σε RF και στη συνέχεια ή αποδιαμόρφωση του στο αρχικό σήμα video από την τηλεόραση, είναι διαδικασία με πολλές απώλειες στο σήμα video. Το σήμα RF είναι «θορυβώδες» εξαιτίας των βίντεο και των ραδιοφωνικών σημάτων που μεταδίδονται, οπότε αυτή η μετατροπή προσθέτει, συνήθως επιπλέον θόρυβο ή παρεμβολές στο σήμα.
Για αυτό τον λόγο, είναι συνήθως καλύτερη μια σύνδεση composite αντί της μιας σύνδεσης RF όταν υπάρχει δυνατότητα. Όλες οι σύγχρονες οικιακές συσκευές εικόνας έχουν έξοδο composite αλλά οι παλαιότερες συσκευές ή κάποιες φτηνές τηλεοράσεις έχουν μόνο RF είσοδο για την υποδοχή της εξωτερικής κεραίας. Οι διαμορφωτές από composite σε RF δεν είναι πλέον διαδεδομένοι αλλά υπάρχουν ακόμα διαθέσιμοι για τις ανάγκες σύνδεσης παλιού εξοπλισμού με νέο.

Ωστόσο, όπως ακριβώς κατά την διαμόρφωση και την αποδιαμόρφωση των σημάτων RF υπάρχει απώλεια στην ποιότητα της εικόνας έτσι και η ανάμειξη διαφόρων σημάτων στο αρχικό composite σήμα κάνει το ίδιο, προκαλώντας ένα τεχνούργημα εικόνας γνωστό σαν dot crawl. Το dot crawl είναι αποτέλεσμα παρεμβολών ανάμεσα στα σήματα chrominance και luminance και εκδηλώνεται κυρίως όταν το φάσμα chrominance μεταδίδεται με υψηλό bandwidth, και φτάνει στην μπάντα των συχνοτήτων luminance. Συχνά στο composite video χρησιμοποιούνται χτενωτά φίλτρα διαχωρισμού των σημάτων, για την εξάλειψη των παρεμβολών μεταξύ των σημάτων chrominance και luminance.

Το γεγονός αυτό τον παρεμβολών chrominance και luminance οδήγησε στην υλοποίηση συστημάτων, όπως το S-video και το component video που διατηρούν και μεταφέρουν τα δύο σήματα χωριστά.