Οι πρώτοι δορυφόροι είχαν μικρές ικανότητες και σχετικά μεγάλο κόστος. Για παράδειγμα, ο INTELSAT είχε βάρος 68 kg κατά την εκτόξευση, με χωρητικότητα 488 τηλεφωνικά κανάλια και ετήσιο κόστος $32.500 ανά κανάλι, εκείνη την εποχή. Αυτό το κόστος ήταν συνδυασμός του κόστους του πυραύλου εκτόξευσης, του δορυφόρου, της μικρής διάρκειας ζωής του δορυφόρου (1.5 έτη) και της μικρής χωρητικότητας σε κανάλια.

Η ελάττωση του κόστους είναι το αποτέλεσμα μεγάλης προσπάθειας, η οποία οδήγησε στην κατασκευή αξιόπιστων πυραύλων εκτόξευσης, οι οποίοι μπορούν να θέσουν όλο και βαρύτερους δορυφόρους σε τροχιά (π.χ. 3.688 kg κατά την εκτόξευση για τον INTELSAT VIIΑ). Επίσης, η αυξανόμενη εμπειρία στις μικροκυματικές τεχνικές έκανε δυνατή την κατασκευή κεραιών πολλαπλής δέσμης με ελεγχόμενης μορφής λοβό εκπομπής, που μπορεί να προσαρμοστεί στο περίγραμμα ηπείρων, την επαναχρησιμοποίηση της ίδιας συχνότητας σε περισσότερες από μια δέσμες εκπομπής, και την κατασκευή ενισχυτών εκπομπής με μεγαλύτερες ισχύεις. Η αυξημένη χωρητικότητα των δορυφόρων σε κανάλια οδήγησε σε ελαττωμένο κόστος ανά τηλεφωνικό κανάλι (22.500 κανάλια στον INTELSAΤ VIII για κατ’ εκτίμηση ετήσιο κόστος ίσο με $3.000 ανά κανάλι στα μέσα της δεκαετίας του 1990).

 

Εκτός από την ελάττωση του κόστους των τηλεπικοινωνιών, ένα άλλο σημαντικό χαρακτηριστικό είναι η ποικιλία των υπηρεσιών που παρέχονται από τα δορυφορικά συστήματα επικοινωνιών. Αρχικά, είχαν σχεδιαστεί για επικοινωνία μεταξύ δυο σημείων, όπως και με τα καλώδια, και η αυξημένη κάλυψη (εμβέλεια) του δορυφόρου χρησιμοποιήθηκε για την επίτευξη ραδιοζεύξεων μεγάλων αποστάσεων. Έτσι, ο δορυφόρος Early Bird έκανε δυνατή τη σύνδεση μεταξύ σταθμών στις αντίθετες όχθες του Ατλαντικού. Όμως, επειδή ο δορυφόρος είχε περιορισμένες δυνατότητες, ήταν αναγκαία η χρήση επίγειων σταθμών εξοπλισμένων με μεγάλες κεραίες, και άρα ακριβών (περίπου 10 εκατομμύρια δολάρια Η.Π.Α. για σταθμό με κεραία διαμέτρου 38 m). Η αύξηση στο μέγεθος και την ισχύ των δορυφόρων επέτρεψε μια αντίστοιχη ελάττωση στο μέγεθος των επίγειων σταθμών, και άρα μείωση του κόστους, με ταυτόχρονη αύξηση του αριθμού τους. Με τον τρόπο αυτό έγινε δυνατό προς εκ-μετάλλευση ένα άλλο χαρακτηριστικό των δορυφόρων, που είναι η ικανότητα λήψης και εκπομπής σημάτων από και προς έναν αριθμό θέσεων.

Αντί λοιπόν να εκπέμπονται σήματα από ένα σημείο σε ένα άλλο, η εκπομπή μπορεί να γίνεται από ένα μόνο πομπό προς ένα μεγάλο αριθμό δεκτών που βρίσκονται σε μια μεγάλη περιοχή, ή, αντίθετα, η εκπομπή μπορεί να γίνεται από ένα μεγάλο αριθμό πομπών προς ένα κεντρικό σταθμό που αποκαλείται HUB. Με τον τρόπο αυτό, έχουν αναπτυχθεί δίκτυα εκπομπής δεδομένων με πολλούς σταθμούς, δορυφορικά δίκτυα εκπομπής και δίκτυα συλλογής δεδομένων. Η εκπομπή μπορεί να είναι είτε προς σταθμούς αναμετάδοσης (ή καλωδιακούς σταθμούς) ή απευθείας στον ιδιώτη συνδρομητή, οπότε τα συστήματα αυτά αποκαλούνται συστήματα απευθείας μετάδοσης μέσω δορυφόρου (Direct Broadcasting by Satellite) ή συστήματα απευθείας εκπομπής προς τα σπίτια των συνδρομητών (direct-to-home, DTH).

Η έναρξη λειτουργίας των εμπορικών δορυφορικών τηλεπικοινωνιών μπορεί να τοποθετηθεί χρονικά με τη λειτουργία του INTELSAT Ι (Early Bird) το 1965. Μέχρι την αρχή της δεκαετίας του 1970, οι παρεχόμενες υπηρεσίες αφορούσαν τηλεφωνικές συνδιαλέξεις και μετάδοση τηλεοπτικού σήματος (TV) μεταξύ των ηπείρων. Ο δορυφόρος ήταν σχεδιασμένος να «συμπληρώνει» το υποθαλάσσιο καλώδιο, και ουσιαστικά έπαιζε το ρόλο μιας κεντρικής τηλεφωνικής σύνδεσης. Για να επιτευχθεί μεγαλύτερη ικανότητα μετάδοσης πληροφοριών, γρήγορα καταλήξαμε σε δορυφόρους με πολλές, ξεχωριστές δέσμες εκπομπής, και επαναχρησιμοποίηση συχνοτήτων. Η πολλαπλή πρόσβαση σε ένα δορυφόρο επιτεύχθηκε σαν πολλαπλή πρόσβαση με διαίρεση συχνότητας (Frequency Division Multiple Access, FDMA). Η ολοένα αυξανόμενη απαίτηση για ένα μεγάλο αριθμό από ζεύξεις μικρής χωρητικότητας, π.χ. για εθνικές απαιτήσεις ή για επικοινωνίες με πλοία, οδήγησε το 1980 στην εισαγωγή της κατ’ απαίτηση χρήσης, πρώτα με χρήση FDMA και διαμόρφωση συχνότητας απλού καναλιού ανά φέρον (SCPCIFM) ή διαμόρφωση φάσης (PSK), και κατόπιν με πολλαπλή πρόσβαση με διαίρεση χρόνου και διαμόρφωση φάσης (TDMA/PSK), με εκμετάλλευση των δυνατοτήτων των ψηφιακών τεχνικών. Ταυτόχρονα, η πρόοδος της τεχνολογίας των κεραιών επέτρεψε την προσαρμογή των δεσμών εκπομπής για την κάλυψη της εξυπηρετούμενης περιοχής. Με τον τρόπο αυτό, βελτιώθηκε η απόδοση της ζεύξης, ενώ ελαττώθηκε η παρεμβολή μεταξύ συστημάτων.

Κατόπιν, αναπτύχθηκαν οι δορυφόροι με πολλαπλές δέσμες κατευθυνόμενης εκπομπής, όπου η διασύνδεση μεταξύ των δεσμών γινόταν μέσω αναμετάδοσης ή μεταγωγή από το δορυφόρο, χρησιμοποιώντας την τεχνική SS- TDMA (satellite-switched time division multiple access, πολλαπλής πρόσβασης με διαίρεση χρόνου, μεταγόμενη από το δορυφόρο). Σε μερικούς πειραματικούς δορυφόρους, όπως ο ACTS (Advanced Communications Technology Satellite), εφαρμόστηκαν τεχνικές με κινητές δέσμες εκπομπής, σε συνδυασμό με επεξεργασία των σημάτων επί του δορυφόρου. Η επεξεργασία επί του δορυφόρου είναι μια τεχνική που παρέχει το πλεονέκτημα της διαθεσιμότητας του σήματος βάσης επί του δορυφόρου, χάρη στην αποδιαμόρφωση του φέροντος. Τα διαδορυφορικά δίκτυα αναπτύσσονται για πολιτικές εφαρμογές στο πλαίσιο «αστερισμών» πολλών δορυφόρων, όπως είναι το lRIDIUM για επικοινωνίες κινητών σταθμών, και τελικά θα αναπτυχθούν για γεωστατικούς δορυφόρους. Η χρήση υψηλότερων συχνοτήτων (ζώνη Κα στους 30/20 GHz) θα επιτρέψει την διαθεσιμότητα υπηρεσιών ευρείας ζώνης συχνοτήτων, λόγω του ευρύτατου φάσματος συχνοτήτων που είναι διαθέσιμο, παρά τα προβλήματα μετάδοσης που προκαλεί η βροχή. Η τεχνολογία που απαιτείται για τις δορυφορικές επικοινωνίες αναπτύσσεται χάρη σε μεγάλη παγκόσμια προσπάθεια.